Ψαριανή στην καταγωγή, γεννήθηκε στον Πειραιά στις 3 Φλεβάρη του 1954 και πέθανε στην Αθήνα την Παρασκευή 7 Ιουνίου του2002. Έζησε μόλις 48 χρόνια και έφυγε πλήρης -καθώς η ίδια είπε-, έκανε δύο γάμους και απέκτησε τρείς κόρες. Ήταν απόφοιτη του Αρσάκειου και Γαλλοαναθρεμμένη, με σπουδές κυβερνητικής στο Παρίσι. Είχε σπουδάσει ακόμη μαθηματικά και ιστορία της τέχνης.
Γλυκιά και δυναμική, πνεύμα ανήσυχο και ανατρεπτικό, με άψογη χρήση του λόγου, μορφωμένη και έξυπνη, τα έλεγε έξω από τα δόντια, γι’ αυτό πολλές φορές κόπηκε και η εκπομπή της. Κάποτε παρότι της έγινε πρόταση να αλλάξει την θεματολογία, με περισσότερα χρήματα, δεν δέχτηκε και -προς τιμήν της- αποχώρησε. Εργάσθηκε ως δημοσιογράφος και αρθρογράφος σε πολλές μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά, ως τηλεοπτική παρουσιάστρια, ενώ ήταν και συγγραφέας.
Με τη δική της μοναδική κριτική σκέψη και το αιχμηρό σατυρικό της χιούμορ, με αφάνταστο θάρρος μα και περισσό θράσος, κατακεραύνωνε και διακωμωδούσε όλους όσο υψηλά κι αν βρίσκονταν, είτε ήταν δημοσιογράφοι είτε πολιτικοί. Αξέχαστη θα μείνει στο μυαλό μου η σάτιρα κατά του Σημίτη, τον οποίο αποκαλούσε... τάπερμαν! Είχε τον δικό της τρόπο να κρίνει τα κακώς κείμενα. Κάποιοι είπαν για το θάνατό της, ότι «έκλαψαν πολιτικοί και τραβεστί», εννοώντας πως είχε το χάρισμα να είναι αποδεκτή από όλα τα στρώματα της κοινωνίας.
Όταν ρωτήθηκε κάποτε αν εκδικείται, απάντησε: «Αν θέλεις να εκδικηθείς, κάτσε στην άκρη του ποταμού και περίμενε να ξεβραστεί το πτώμα του εχθρού σου».
Ως σεναριογράφος τιμήθηκε με δύο κρατικά βραβεία σεναρίου. Για το έργο «Ξένια» (1989) του Πατρίς Βιβάνκιος και το «Κρυστάλλινες νύχτες» (1992) της Τόνιας Μαρκετάκη. Συνυπέγραψε επίσης άλλα δύο σενάρια στις ταινίες «Αρχάγγελος του πάθους» (1987) του Μ. Βεργίτση και «Ζωή χαρισάμενη» (1993) του Πατρίς Βιβάνκιος.
Έγραψε τα βιβλία: «Αθώος σαν αγαπημένος» Καστανιώτης, «Τα κορίτσια της Σαβάνα» (Νεφέλη), «Πιο πολύ, πιο πολλοί» (Αστάρτη), «Σαββατογεννημένη» (Τσαγκαρουσιάνος), τη συλλογή «Ο έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες» (Κάκτος), πέντε βιβλία μαγειρικής με τίτλο «Η κουζίνα της μαλβίνας, Μαλβινέζικα» (Αστάρτη), και τη μυθιστορηματική βιογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη «Γλυκό κορίτσι» (Αστάρτη).
Δια χειρός Μαλβίνας: Οι μικροαστοί ...
Αυτοί οι τύποι, οι μικροαστοί,
δεν σκέφτονται ποτέ τους να αυτοκτονήσουν,
γιατί η ζωή τους ανήκει στο Θεό, αλλά στην ουσία,
επειδή δεν αποφασίζουν ούτε για τη ζωή τους, ούτε για το θάνατό τους.
Είναι αμνήμονες εκεί που τους συμφέρει, αλλά οραματιζόμενοι το μέλλον
δεν ζουν ποτέ ένα παρόν της προκοπής.
Κάνουν μακροπρόθεσμα όνειρα που, κατά κανόνα, τα προφταίνει ο θάνατος.
Χτίζουν ντουβάρια. Αγοράζουν οικοπεδάκια.
Δεν ψάχνουν τσάντες, γιατί σπάνια ερωτεύονται και όπως όλοι οι βλάκες,
ποτέ δεν νιώθουν ανίσχυροι.
Τρέμουν τις υποχρεώσεις, αλλά τελικά παντρεύονται μια υπομονετικιά,
αφού την πρήξαν επί χρόνια τόσο, που δεν θέλει πια ούτε να τους χέσει.
Κάνουν δύο μόγγολα, γιατί "ένα ίσον κανένα". Ή τρία αν τα δύο πρώτα είναι κορίτσια.
Και βέβαια, τους αρέσουνε πολύ οι βιζιτούδες,
τις οποίες πάντα ρωτάνε μετά το πήδημα: "Πως ξέπεσες έτσι;"
Όχι, δεν έχουν αρκουδάκι οι μικροαστοί. Μόνο σκουπίδια.
Σε τρόφιμα, σε ιδέες, σε τρόπο ζωής, σε πράξεις.
Την ξέρω απ' έξω κι ανακατωτά την Αδελφότητα που βρήκε την πεμπτουσία της στο πρόσωπο του προέδρου.
Τρέμει μην πιαστεί κορόιδο και πάντα πιάνεται.
Υπεκφεύγει. Στρεψοδικεί. Αναβάλλει. Υποκρίνεται.
Ζητάει τα πάντα και δεν δίναι τίποτα. Παριστάνει τη Δίκαιη.
Αρνείται τα τεστ πατρότητας για να γλιτώσει τη Διατροφή
και πάντα είναι από κοντά ένας μειλίχιος και τίμιος επαρχιακός δικηγοράκος, πρόθυμος να σπιλώσει την άπορη κακομοίρα.
Ο Μικροαστός δεν θέλει μπλεξίματα.
Γι' αυτό δεν μπορεί να είναι ποτέ επαναστάτης, άρα παλικάρι.
Δεν είναι αντιπαθής σαν υπέρμετρος, είναι σιχαμένος σαν πλαγιοδρόμος.
Νομίζει πως είναι διπλωμάτης και πως λύνει γόρδιους δεσμούς,
στην ουσία όμως ξεμπερδεύει μόνο τον εαυτό του
και τρελαίνει όλο τον κόσμο γύρω του.
Κανείς δεν είναι πιο επικίνδυνος από αυτά τα ήσυχα,
μειλίχια ανθρωπάκια, τους μικροαστούς."