...«Επίκαιρα», μέσα από τη φυλακή, δίνει τη δική του ερμηνεία για το δημόσιο χρέος και πώς δημιουργήθηκε, αλλά και τοποθετείται έναντι του Μνημονίου και της πολιτικής ρότας της χώρας.
Παράλληλα, κατακρίνει την αδράνεια και την απάθεια των εργαζομένων και της νεολαίας, τη σιωπή των κοινωνικά ευαίσθητων διανοουμένων, που τη χαρακτηρίζει συναίνεση στην εθνική καταστροφή και ζητά αφύπνιση και ξεσηκωμό.
Ολόκληρη η επιστολή του Δημήτρη Κουφοντίνα:
Το δημόσιο χρέος στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες δημιουργείται με τον κλασικό καπιταλιστικό τρόπο: κοινωνικά άδικα. Οι κυβερνήσεις μειώνουν τη φορολογία στις τράπεζες, τις εταιρείες, το μεγάλο εισόδημα, τη μεγάλη περιουσία και στη συνέχεια δανείζονται για να καλύψουν το έλλειμμα. Μέσα από την εξυπηρέτηση του χρέους, μεταβιβάζουν κοινωνικό πλούτο στους κατόχους των χρεογράφων, αυξάνοντας την οικονομική και κατά συνέπεια την πολιτική τους ισχύ, στην οποία έπειτα «υποκύπτουν», υπακούοντας στα κελεύσματα των «αγορών» (τράπεζες, κερδοσκοπικά χαρτοφυλάκια).
Στη χώρα μας, το ίδιο χρονικό διάστημα, η ίδια διαδικασία είναι διπλά άδικη. Πρώτον, επειδή αν και η φορολόγηση της εργασίας κυμαίνεται στα ευρωπαϊκά επίπεδα (35,1% στην Ελλάδα έναντι 36,4% στην ΕΕ-25, το 2006), η φορολόγηση του κεφαλαίου είναι μόλις η μισή από ό,τι στην Ευρώπη (33% στην ΕΕ-25, αλλά μόλις 15,9% στην Ελλάδα το ίδιο έτος, ΙΝΕ 2009). Και μάλιστα, το ποσοστό φορολόγησης του κεφαλαίου διαχρονικά μειώνεται συνεχώς, τη στιγμή που το μερίδιο του κεφαλαίου στην πίτα του ΑΕΠ αυξάνεται έναντι της εργασίας (από 42% του ΑΕΠ το 1981 εκτοξεύεται στο 56% το 2005, ΙΝΕ 2008).
Δεύτερον, επειδή το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα των δανείων κατευθύνεται σε μη παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις και σε αμυντικές δαπάνες που υπαγορεύονται από τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Μελέτες το ανεβάζουν σε πάνω από 85% του συνολικού δανεισμού (Σούμπλης, Ποντίκι, 12/8/2010), πράγμα που στερεί το δανεισμό από κάθε «νομιμοποίηση», παρότι αυτός γίνεται για να καλύψει το έλλειμμα που δημιουργεί η μη συμμετοχή των οικονομικά ισχυρών στα δημόσια έσοδα.
Το μεγάλο τμήμα των δανείων όμως, αν και τροφοδοτεί μια «μαζική» διαφθορά, κατευθύνεται σε μεγάλη κλίμακα προς το σύμπλεγμα όπου συντελείται η στενή διαπλοκή της πολιτικής ελίτ με την οικονομική ελίτ, προς τους «μεγάλους» των ΜΜΕ, καθώς και σε ένα τμήμα της λεγόμενης πνευματικής ελίτ. Αυτοί μεταξύ τους μπορούν πράγματι να πουν για τον εαυτό τους: «Μαζί τα φάγαμε».
Το δημόσιο χρέος είναι κοινωνικός πλούτος –προϊόν κοινωνικής εργασίας– που ληστεύτηκε στους διαδοχικούς παραγωγικούς και καταναλωτικούς καπιταλιστικούς κύκλους μέσα στους κόλπους των διαπλεκόμενων ελίτ. Δημιουργήθηκε υποτίθεται για:
• Την κάλυψη του ελλείμματος που δημιούργησαν οι διαδοχικές γενιές «προβληματικών» επιχειρήσεων, αυτό το μνημείο της πλασματικής βιομηχανικής τάξης, αυτών των «κλεφτοκοτάδων», όπως σωστά τότε τους χαρακτήρισε ο Τζέιμς Πέτρας.
• Τις αντιπαραγωγικές δαπάνες, με αποκορύφωμα τα δεκάδες δισεκατομμύρια έλλειμμα της Ολυμπιάδας.
• Τους μεγαλοεργολάβους που, για παράδειγμα, στην Ελλάδα χρεώνουν ένα χιλιόμετρο δημόσιας οδού στα 65 εκατομμύρια ευρώ, όταν στην ΕΕ το πιο ακριβό χιλιόμετρο το πολύ να κοστίσει 20 εκατομμύρια ευρώ.
• Τις αμυντικές δαπάνες που υπαγορεύει το ΝΑΤΟ. Άχρηστες για τις ανάγκες της χώρας, όπως παραδέχεται πρώην αρχηγός ΓΕΣ, όμως εξαιρετικά μιζοφόρες. Υποβρύχια «γερμανικής τεχνολογίας» που γέρνουν, άρματα που ξεφλουδίζουν: η Ελλάδα γίνεται βασικός αιμοδότης των βιομηχανιών ΗΠΑ και Γερμανίας.
• Την κάλυψη του ελλείμματος των ασφαλιστικών ταμείων, αποτέλεσμα της διαχρονικής λεηλασίας των ιερών εισφορών των εργαζομένων που καταβρόχθισαν οι ισχυροί, με τα χαμηλότοκα δάνεια, συνήθως «αγύριστα», με τις άτοκες καταθέσεις των αποθεματικών, μέχρι τα σημερινά δομημένα ομόλογα.
Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι συνεπώς αντίστοιχα με αυτά χρέους λατινοαμερικανικού τύπου: μαζική διαφθορά, μαγείρεμα των στατιστικών, επιβολή άγριων μέτρων ιμπεριαλιστικού τύπου και δουλική υποταγή εκλεγμένων πολιτικών σε υπαλληλίσκους των επικυρίαρχων. Παραπέμπουν άμεσα σε «αισχρό» (odious) χρέος και η μόνη ενδεδειγμένη αντιμετώπισή του είναι αυτή ενός επαχθούς χρέους.
Η ελληνική παρασιτική άρχουσα τάξη βρήκε στο δημόσιο δανεισμό «πεδίον δόξης λαμπρόν», στο οποίο παραδοσιακά έχει διαπρέψει, από τη ληστεία των πρώτων κιόλας δανείων του ελληνικού κράτους, αλλά και την εύκολη και βολική λύση που θα κάλυπτε την ιστορική της αποτυχία να αναπτύξει αυτοδύναμα τη χώρα.
Την αποτυχία της να επωφεληθεί από τις τρεις πρώτες «χρυσές» μεταπολεμικές δεκαετίες της πρωτοφανούς ιστορικά διεθνούς συσσώρευσης, για να δημιουργήσει ισχυρή βιομηχανική βάση.
Την αποτυχία της, στη συνέχεια, όταν αυτή η διεθνής διαδικασία μπλόκαρε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 σκοντάφτοντας στα εσωτερικά όρια του κεφαλαίου, να προχωρήσει στις δομικές αλλαγές που έπρεπε να γίνουν για μια σχετικά ανεξάρτητη ανάπτυξη.
Την αποτυχία της κορυφαίας επιλογής της, της ένταξης στην ΕΟΚ και έπειτα στην Ευρωζώνη, η οποία έφερε μεν βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα διέλυσε κυριολεκτικά την οικονομική δομή της χώρας:
• Της στέρησε απόλυτα το βασικό εργαλείο οικονομικής κυριαρχίας: το νόμισμα.
• Κατέστρεψε τη βασική προϋπόθεση επιβίωσης της χώρας: τη γεωργία. Έτσι, ενώ πριν από την ένταξη υπήρχε πλήρης επάρκεια στα σιτηρά και σχετικά υψηλή επάρκεια στα προϊόντα διατροφής, με σημαντικές εξαγωγές που αντανακλώνται στο υγιές Εμπορικό Αγροτικό Ισοζύγιο, σήμερα η Ελλάδα εισάγει τα 2/3 από αυτά, εκτοξεύοντας το έλλειμμα του αγροτικού ισοζυγίου στα 4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2008 (Φωτόπουλος, 2010). Η καταστροφή αυτή καλυπτόταν από τις επιδοτήσεις οι οποίες, όπως και οι λοιπές μεταβιβάσεις πόρων, δίνονταν για να αγοράζουμε τα προϊόντα των ισχυρών της ΕΕ. Έτσι η χώρα υποχρεωνόταν να εισάγει κρέας από τη Γερμανία με 4.200 δολάρια τον τόνο, αντί για 1.000 δολάρια τον τόνο που στοίχιζε αλλού, και τροφοδοτούσε έτσι τα πλεονάσματα της Γερμανίας, με δεδομένο ότι ξοδεύουμε περισσότερα για εισαγωγή κρέατος παρά για πετρέλαιο (Κουρμούσης, Ελευθεροτυπία, 7/1/2006).
• Σάρωσε την αυθεντική μεταποιητική βάση, με το ξεπούλημα των λίγων υγιών βιομηχανιών σε ξένους, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας.
• Διόγκωσε τέλος το παρασιτικό τμήμα του τομέα των υπηρεσιών.
Το στρεβλό οικονομικό μοντέλο, το οποίο γινόταν ολοένα και πιο στρεβλό, ολοένα και πιο παρασιτικό, ανίκανο τελικά να παραγάγει και να ικανοποιήσει τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, θα είχε καταρρεύσει πολύ νωρίτερα, όπως προβλεπόταν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, αν δεν γινόταν η μαζική προσφυγή στο δημόσιο δανεισμό, η λεηλασία δηλαδή του μέλλοντος. Έτσι καλύφθηκε το παραγωγικό πρόβλημα της χώρας, ενθαρρύνθηκε ένα μοντέλο εντελώς αναντίστοιχο με τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, ενώ παράλληλα αναγγέλλονταν στομφωδώς οι «αναπτυξιακές» πομφόλυγες, πράσινες οι τελευταίες, που τόσο εκστασίαζαν τους κάθε λογής εκσυγχρονιστές.
Η διεθνής κρίση έσχισε το πέπλο της «Ισχυρής Ελλάδας» και αποκάλυψε την τραγική αλήθεια: Ο βασιλιάς ήταν γυμνός. Και τώρα έρχονται με περισσό θράσος αυτοί που δημιούργησαν αυτό το τερατούργημα να ζητήσουν το λογαριασμό από εκείνους που η δουλειά τους τόσων δεκαετιών σπαταλήθηκε, σέρνοντας το άρμα της εξαρτημένης (απο)ανάπτυξης. Ταυτόχρονα προσπαθούν με βαυκαλήματα να εξαπατήσουν, όπως με τα προεκλογικά ψέματά τους. Μιλούν για σύντομη διεθνή ανάκαμψη, για νέες διεθνείς συμμαχίες, για κοινοτική αλληλεγγύη.
Όμως η σημερινή πολυδιάστατη κρίση θα διαρκέσει πολύ, παρά τις προφητείες της σύντομης ανάκαμψης. Επειδή είναι κρίση οικονομική, μακρόχρονης υπερσυσσώρευσης παραγωγικών δυνατοτήτων. Κρίση χρηματιστική, υπερσυσσώρευσης εικονικού κεφαλαίου, που όσο κι αν εξατμίστηκε στην έκρηξη του 2008, ήδη δημιουργεί στη διεθνή σφαίρα νέες κερδοσκοπικές φούσκες που γιγαντώνονται με ιλιγγειώδεις ρυθμούς. Κρίση οικολογική, αποτέλεσμα της λεηλασίας των φυσικών πόρων από τον καπιταλισμό, που αποθεώνει τη χυδαία ρήση ενός από τους πρώτους θεωρητικούς του, του Φ. Μπέικον («η φύση είναι για να την παίρνουμε, σαν μία κοινή γυναίκα»). Είναι προπαντός κρίση αξιών, του ίδιου του πολιτισμού, κρίση που απειλεί την ίδια την επιβίωση του ανθρώπινου είδους.
Ο Κρούγκμαν (2009) μίλησε για την «αρχή της δεύτερης σημαντικής οικονομικής ύφεσης». Ίσως είναι η τρίτη, με πρώτη τη Μεγάλη Ύφεση του 1873-1896 και δεύτερη αυτήν που ξέσπασε το 1929, με τις οποίες, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, μπορεί να συγκριθεί η σημερινή, μόνο που τώρα δεν μπορεί να γίνει αξιόλογη επέκταση αγορών, ούτε φαίνεται κάποια σημαντική τεχνολογική καινοτομία που θα συμβάλει στην έξοδο από αυτή. Δεν μπορεί να γίνει επέκταση αγορών στις χώρες του κέντρου, στις πάλαι ποτέ μητροπόλεις του καπιταλισμού, αν δεν υπάρχει νέο επαναστατικό τεχνολογικό παράδειγμα που θα δημιουργήσει νέο μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης. Η προβαλλόμενη πράσινη ανάπτυξη μπορεί να γίνει τέτοιο παράδειγμα, όχι αποκλειστικά για χώρες του κέντρου, αν υπάρξει κοινωνική ζήτηση, δηλαδή νέο σύστημα αξιών και νέος τρόπος ζωής, με κοινωνική νομιμοποίηση ώστε να αντιμετωπιστεί το κόστος του.
Ιστορικά πάντως η κρίση της δεκαετίας του 1930 ξεπεράστηκε με το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που κατέστρεψε μαζικά παραγωγικά μέσα, υποδομές και οικοδομές. Σήμερα, η αντίστοιχη καταστροφή μέχρι στιγμής πραγματοποιείται σε ένα βαθμό μέσα από περιφερειακούς πολέμους, εσωτερικούς οικονομικούς πολέμους στους κόλπους των ελίτ όπου «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», κυρίως όμως με τον άγριο κοινωνικό πόλεμο του κεφαλαίου κατά των εργαζομένων και των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων σε πλανητικό επίπεδο.
Ο Μπρζεζίνσκι (Finkelblog,17/02/2009) προειδοποίησε εγκαίρως τους ισχυρούς του πλούτου και της εξουσίας: «Θα έχουμε ολοένα και μεγαλύτερη σύγκρουση ανάμεσα στις τάξεις (...), θα εξαπολυθούν τα δαιμόνια της πιο σφοδρής λαϊκής αναταραχής». Οι ίδιοι το γνωρίζουν πολύ καλά και γι’ αυτό οργανώνονται, θωρακίζονται και αντιδρούν τόσο βίαια να διατηρήσουν με κάθε κόστος την κοινωνική τους κυριαρχία, να διασώσουν με κάθε κόστος το σύστημα. Δεν έχουν αυταπάτες, δεν έχουν αναστολές.
Σ’ αυτό τον κοινωνικό πόλεμο που θέλει να ξεπεράσει την κρίση φορτώνοντας τα βάρη στις πλάτες των φτωχών υπάρχουν χώρες με άρχουσα τάξη «πρόθυμη» να μετατρέψει τη χώρα της σε χώρο πειραματισμού των αναγκαίων ποσοτήτων βίας, σε πεδίο βολής και επίδειξης δύναμης που θα λειτουργεί ως φόβητρο για τους λαούς του κόσμου.
Σ’ αυτό τον πόλεμο δεν υπάρχουν «σύμμαχοι» ανάμεσα στους ισχυρούς, ούτε κοινοτική «αλληλεγγύη», δεν υπάρχει ούτε το πολλαπλά υποσχόμενο καταφύγιο στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο. Η ΕΕ υποβαθμίζεται συνεχώς μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, παρακμάζει κοινωνικά, και βρίσκεται ήδη σε πορεία διάσπασης, με έναν συνεχώς ισχυροποιούμενο πυρήνα και μια περιφέρεια «λατινικής Ευρώπης». Η μόνη επιτυχημένη ολοκλήρωση στα πλαίσιά της ήταν αυτή της Γερμανίας, με την οικονομική ενσωμάτωση του ανατολικού της τμήματος –ποιοι να την πλήρωσαν άραγε;– και την ανάδυση του ισχυρού εθνικιστικού πόλου ενός Δ' Ράιχ. Η Ελλάδα δεν έχει να περιμένει τίποτε από την ΕΕ, ούτε οικονομικά, αφού το έλλειμμά της (που από το 8% καταβαραθρώθηκε στο 15% του ΑΕΠ μέσα σε λίγα χρόνια) συνέβαλε γενναιόδωρα στο τεράστιο πλεόνασμα της Γερμανίας (από -1% εκτινάχθηκε στο +7% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο), αλλά ούτε και πολιτικά, αφού χρησιμεύει απλώς και μόνο ως πελάτης των γερμανικών πολεμικών βιομηχανιών και δεν πρόκειται να πάρει καμιά βοήθεια στα εθνικά της προβλήματα.
Σ’ αυτό τον πόλεμο η άρχουσα τάξη της χώρας εντάσσεται, συνειδητά και προδοτικά, στους διεθνείς σχεδιασμούς της κοινωνικής καταστροφής, του γενικού ισοπεδώματος, ώστε πάνω στα κοινωνικά ερείπια να οικοδομηθεί η νέα καπιταλιστική μορφή, ο «θαυμαστός νέος κόσμος» που θα διασφαλίσει τη μέλλουσα απρόσκοπτη αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου. Σχεδιασμοί που, όσον αφορά τη χώρα μας, οδηγούν, πέρα απ’ την κοινωνική, και στην εθνική καταστροφή, μέσα από τις περιφερειακές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή. Η ίδια φαίνεται να τα βρίσκει «μια χαρά» με την άρχουσα τάξη όμορων χωρών, σε βάρος των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του ελληνικού λαού.
Σ’ αυτό τον κοινωνικό πόλεμο αντίπαλός της είναι μόνο ο «εχθρός λαός». Σπέρνουν τον κοινωνικό τρόμο με την πολεμικού τύπου εκστρατεία «σοκ και δέος». Με εργαλείο το Μνημόνιο ανατρέπουν τα πάντα. Τίποτε δεν είναι πλέον δεδομένο ούτε συμβάσεις ούτε νόμοι ούτε το Σύνταγμα το ίδιο. Με πρωτοφανείς ρυθμούς προωθούν τις αλλαγές εκείνες που θα αποδιαρθρώσουν εντελώς την παραγωγική βάση, θα ανατρέψουν πλήρως τις εργασιακές και ασφαλιστικές σχέσεις για να κάνουν εξευτελιστικά φτηνή την εργασία, εξαφανίζουν κάθε δημόσιο χαρακτήρα από την παιδεία και την υγεία, ξεπουλούν το σύνολο του δημόσιου πλούτου, ακόμη και όσα παραδοσιακά θεωρούνταν «πράγματα εκτός συναλλαγής», ιδιαίτερα τον υπόγειο-υποθαλάσσιο ορυκτό πλούτο που θα οδηγήσει σε ολέθριες και ανεπίστροφες ανακατατάξεις σε βάρος της χώρας.
Σ’ αυτό τον κοινωνικό πόλεμο, στον οποίο παίζονται τα πάντα, και στον οποίο οι ισχυροί του πλούτου και της εξουσίας τα παίζουν «όλα για όλα», το κοινωνικό σώμα βρίσκεται προδομένο από μια πολιτική ηγεσία (που η επιλογή της να μην θέτει το αίτημα της ριζικής κοινωνικής αλλαγής την οδηγεί νομοτελειακά στην ουσιαστική αποδοχή των μέτρων), μια συνδικαλιστική και πνευματική ηγεσία που έχει υποκύψει από καιρό στις σειρήνες του καταναλωτισμού. Παραλυμένο από τον τηλεοπτικό τρόμο και τους κήρυκες της υποτέλειας από τον άμβωνα των ΜΜΕ. Αδρανοποιημένο από τη βουβή οικονομική βία της φτώχειας και της ανεργίας, που συμπληρώνεται από τη συντριπτική αστυνομική βία. Αλλοτροιωμένο ακόμη, αποσπασμένο από τις ιστορικές αντιστασιακές του ρίζες, ακινητοποιημένο από τις εξαρτήσεις του υπέρμετρου καταναλωτισμού (τα καταναλωτικά δάνεια, μόνο τα τελευταία 15 χρόνια αυξήθηκαν κατά 2.250%, χορός της καρμανιόλας 2009), παραιτημένο και ηττημένο.
Όμως, σήμερα που γίνεται η χώρα χώρος πειραματισμού, σήμερα ακριβώς οι ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις γίνονται το «πειραματόζωο» της ιστορίας στον καινούριο κύκλο της, η νεολαία και οι εργαζόμενοι για τον εαυτό τους χρειάζεται να αντισταθούν στην αδράνεια και την κοινωνική παρακμή. Με αυτοοργάνωση σε όλα τα δυνατά πεδία, να αναδημιουργηθεί ένας κοινωνικός ιστός, με απελευθέρωση του συλλογικού πειραματισμού, να διατυπωθούν συλλογικές απαντήσεις, να συντονιστούν και να συναρθρωθούν οι επιμέρους αγώνες. Η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί παρά να είναι ανατρεπτική. Δεν μπορεί να μην κινείται στην κατεύθυνση της:
• κοινωνικής δικαιοσύνης, αντιστρόφως ανάλογης προς την κοινωνική θέση στην ταξική διαστρωμάτωση, με κοινωνική αλληλεγγύη και ανακούφιση των πιο αδύναμων·
• τιμωρίας, πολυσήμαντης και πολύτροπης, των υπεύθυνων, αυτών που «όλοι μαζί τα έφαγαν», που δημιούργησαν το στρεβλό παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο τριτοκοσμικού τύπου και τώρα μετατρέπουν τη χώρα σε προτεκτοράτο. Τιμωρία δικαιακή, κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική (με καταστροφή του «ίματζ» και του «λάιφ-στάιλ» τους) που αντιστοιχεί στο επίπεδο, και με πρωτοβουλία, της λαϊκής οργής·
• αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης, με βάση τους πόρους και τις πραγματικές ανάγκες, με την επιβολή νέων μορφών παραγωγής και κατανομής πάντα στην κατεύθυνση του «συνεταιρισμένου» παραγωγού, που θα δρα συλλογικά σε αρμονία με τη φύση.
Σήμερα δεν μπορούν να μην παρθούν μέτρα όπως:
• Η άμεση έξοδος από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, παρά τις όποιες συνεπαγωγές. Κίνηση δομικού αλλά και τακτικού χαρακτήρα που, αρχικά, θα επαναφέρει το εργαλείο οικονομικής κυριαρχίας, το εθνικό νόμισμα.
• Δημόσιος έλεγχος στην κίνηση των κεφαλαίων, δημόσιος έλεγχος των τραπεζών.
• Δημόσιος έλεγχος των βασικών και στρατηγικών τομέων της οικονομίας.
• Άμεσο πάγωμα των πληρωμών του χρέους και αναδιαπραγμάτευση ενός τμήματός του έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα πέντε ή δέκα χρόνων.
• Αποχώρηση από το ΝΑΤΟ.
Μόνο έτσι θα μπορούσε να γίνει επανεκκίνηση της οικονομίας, σίγουρα από ένα διαφορετικό σημείο αλλά μέσα από μέτρα ελαχιστοποίησης του αναγκαίου κοινωνικού κόστους, σίγουρα με θυσίες, οι οποίες όμως θα έχουν αποτέλεσμα και δεν θα γίνονται προς όφελος των ισχυρών, ντόπιων και ξένων, και της περαιτέρω εξάρτησης. Αρκετά πληρώσαμε την εκχώρηση της οικονομικής κυριαρχίας.
Σήμερα η αδράνεια και η απάθεια των εργαζομένων και της νεολαίας, σήμερα η σιωπή των κοινωνικά ευαίσθητων διανοούμενων είναι συναίνεση στην ξέφρενη πορεία προς την κοινωνική και την εθνική καταστροφή. Είναι –για να θυμηθούμε την εποχή των αγώνων, τότε που υπήρχε αφύπνιση και ξεσηκωμός τις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, τότε που δεν στρογγυλεύονταν οι λέξεις–, είναι προδοσία απέναντι στο μέλλον. Μπροστά στους σημερινούς δύσκολους καιρούς χρειάζεται να ξυπνήσει η «πλέρια μνήμη» της Αντίστασης, όπως λέει ο ποιητής: Αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς!
Δ.Κ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου